- δρακιά
- ηβλ. δραξιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παπαδόπουλος Κεραμεύς, Αθανάσιος — (Δράκια Πηλίου 1856 – Πετρούπολη 1912). Έλληνας βυζαντινολόγος. Μεγάλωσε και σπούδασε στις Κυδωνίες και στο Αδραμύττι της Μικράς Ασίας. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Σμύρνη, όπου το 1873 διορίστηκε κοινοτικός δάσκαλος και κατόπιν επιμελητής του… … Dictionary of Greek
δραξιά — και δρακιά, η δραξ, χουφτιά … Dictionary of Greek
Παγώνης — Λαϊκός ζωγράφος του Πηλίου. Γεννήθηκε στο ηπειρωτικό χωριό Χιονιάδες αλλά νέος εγκαταστάθηκε στη Δράκια. Για περίπου 40 χρόνια (1800 38), κυριαρχεί στην καλλιτεχνική ζωή του Πηλίου. Στην αρχή υπογράφει ως Παγώνης Χιονιαδίτης, από το χωριό της… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek